σμυριδωρύχος
Смотреть что такое "σμυριδωρύχος" в других словарях:
σμυριδωρύχος — ο, Ν εργάτης σμυριδωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + ωρύχος (< ορύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
σμυριδεργάτης — ο, Ν εργάτης που εξορύσσει σμύριδα, σμυριδωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + εργάτης] … Dictionary of Greek
σμυριδωρυχείο — το, Ν ορυχείο σμύριδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυριδωρύχος. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδωρυχεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek